- μισκίνης
- ο (Μ μισκίνης)δύστυχος, κακομοίρης, κακότυχος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. meschino (βλ. μεσκίνης) < τουρκ. miskin].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μεσκίνης — και μισκίνης, ο άθλιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. meschino] … Dictionary of Greek